- αγωγαίος
- ἀγωγαῑος, -ον (Α) [ἀγωγή]ο κατάλληλος για να οδηγεί κανείς με αυτόν κάποιον ή κάτι, όπως ο ιμάντας ή το περιλαίμιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγωγαῖον — ἀγωγαῖος fit for leading by masc/fem acc sg ἀγωγαῖος fit for leading by neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)